- δουροπαγής
- δουρο-πᾰγής, ές, poet. for δορυπαγής, Opp.H.1.358, Nonn.D.4.230.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δουροπαγής — βλ. δορυπαγής … Dictionary of Greek
δουροπαγές — δουροπαγής masc/fem voc sg δουροπαγής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυπαγής — και δουροπαγής, ές (Α) (για πλοίο) που αποτελείται από συναρμοσμένα ξύλα … Dictionary of Greek